ονειρώδης
Смотреть что такое "ονειρώδης" в других словарях:
ὀνειρώδης — dream like masc/fem acc pl (attic epic doric) ὀνειρώδης dream like masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ὀνειρώδης dream like masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονειρώδης — ῶδες (ΑΜ ὀνειρώδης, ῶδες) [όνειρος] αυτός που μοιάζει με όνειρο, ονειρικός νεοελλ. ωραιότατος, θεσπέσιος, εξαίσιος. επίρρ... ονειρωδώς με ονειρώδη τρόπο, ονειρευτά … Dictionary of Greek
ονειρώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, ο όμοιος με όνειρο, ο φανταστικός, ο εξαιρετικά ωραίος, αλλ. ονειρευτός: Ονειρώδης διακόσμηση κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀνειρώδη — ὀνειρώδης dream like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀνειρώδης dream like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀνειρώδης dream like masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειρῶδες — ὀνειρώδης dream like masc/fem voc sg ὀνειρώδης dream like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειρώδεις — ὀνειρώδης dream like masc/fem acc pl ὀνειρώδης dream like masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειρωδῶς — ὀνειρώδης dream like adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειρώδους — ὀνειρώδης dream like masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
παραδείσιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παράδεισο 2. μτφ. αυτός που έχει τη λαμπρότητα και ευτυχία τού παραδείσου, θεσπέσιος, ονειρώδης («θάμπωνε η ματιά μου από μια λάμψη, γκαρδιακή και παραδείσια λάμψη», Κρυστ.) 3. φρ. «παραδείσια πτηνά» ή,… … Dictionary of Greek
όναρ — το (Α ὄναρ) 1. όραμα το οποίο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου, όνειρο 2. φρ. «κατ όναρ» στον ύπνο, σε όνειρο αρχ. 1. καθετί το αβέβαιο ή απατηλό 2. (ως επίρρ.) ὄναρ σε όνειρο, στον ύπνο («ὄναρ γὰρ ὑμᾱς νῡν Κλυταιμνήστρα καλῶ», Ευμ.) 3.… … Dictionary of Greek